- φυζακινός
- φυζακινόςflyingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… … Dictionary of Greek
φυζακινόν — φυζακινός flying masc acc sg φυζακινός flying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζαλέαι — φυζακινός flying fem nom/voc pl φυζαλέᾱͅ , φυζακινός flying fem dat sg (attic doric aeolic) φυζαλέᾱͅ , φυζαλέος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζαλέον — φυζακινός flying masc acc sg φυζακινός flying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζακιναί — φυζακινός flying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζακινοῖς — φυζακινός flying masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζακινῆς — φυζακινός flying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζακινῇς — φυζακινός flying fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζακινή — φυζακινός flying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζακινήν — φυζακινός flying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)